- νιρβάνα
- Όρος που προέρχεται από τη σανσκριτική γλώσσα, σημαίνει εκμηδένιση και υιοθετήθηκε από τον βουδισμό και τον τζαϊνισμό για να χαρακτηρίσει την εκμηδένιση, δια της άσκησης, της ανάγκης, που οφείλεται στο κάρμα, γέννησης και θανάτου στον ακαθόριστο κύκλο των αναγεννήσεων. Η ν. διαπιστώνεται τότε στην Αφύπνιση ή στη Φώτιση (μπόντι), με την οποία όλα τα στοιχεία της ύπαρξης φαίνονται καθορισμένα αμοιβαία και στερημένα, κατά συνέπεια, από καθαυτό ύπαρξη· ακόμα και αυτό το εμπειρικό «εγώ» αποκαλύπτεται σαν μια απατηλή συνένωση πέντε ομάδων ψυχομορφικών στοιχείων (σκάντα). Στον αρχέγονο βουδισμό, η ν. ήταν κυρίως η εκμηδένιση, η εξαφάνιση του πόνου (ντούχκα) που είναι συνδεμένος με τη ζωή στον κόσμο των αισθητών αντιλήψεων, της επιθυμίας (κάμα) και της δίψας (τρίσνα) της εμπειρίας. Αργότερα στον βουδισμό μαχαγιάνα, η ν. θεωρήθηκε μια απόλυτη κατάσταση, στην οποία το αρχέγονο φως της Συνείδησης (πραμπασβάρα - τσίττα) γνωρίζει εαυτό σαν να έχει προέλθει από το κενό (σούνια), πέρα από τη διαφοροποίηση του «είναι» και του «μη είναι».
* * *το1. (στην ινδ. φιλοσ. σκέψη) ο υπέρτατος στόχος τών κανόνων και τής πρακτικής τού διαλογισμού2. (στον βουδ.) η ιδεώδης κατάσταση ισορροπίας που υπερβαίνει τον κύκλο τών διαδοχικών γεννήσεων και θανάτων τού ατόμου και στην οποία φθάνει κανείς με την αποδέσμευσή του από τις ψευδαισθήσεις τής εγωκεντρικότητας και από τα συνεπακόλουθα πάθη καθώς και με την απόσβεση τής ατομικής συνείδησης, κατακτώντας έτσι τη φώτιση3. (κατά τον Σόπενχαουερ) η παραίτηση τού ανθρώπου από τη βούληση για ζωή και η γαλήνη που απορρέει από την παραίτηση αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. nirvāna «έκρηξη» (< nir- «έξω» + vāti «δυναμώνει, εκτοξεύει»). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.